πλάνεμα

πλάνεμα
το, Ν [πλανεύω]
1. η ενέργεια τού πλανεύω, απάτη, παραπλάνηση («κάθε στίχος πλάνεμα / και κάθε λόγος ψέμα», Παλαμ.)
2. (σχετικά με κοπέλα) αποπλάνηση, ερωτικό ξελόγιασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλάνεμα — το, ατος η ενέργεια του πλανεύω, παραπλάνηση, αποπλάνηση, απάτη, ξεγέλασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόμπωμα — το (Μ κόμπωμα και κόμπωμαν) [κομπώνω] 1. απάτη, πλάνεμα 2. πονηριά, τέχνασμα …   Dictionary of Greek

  • φρεναπάτη — η απάτη (πλάνη) των φρενών ή των αισθήσεων, απατηλή αντίληψη, παραίσθηση, ψευδαίσθηση, πλάνεμα: Κι όλοι... το καταπόδι σου πετούν στου νου τη φρεναπάτη (Ι. Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”